στεκόμαστε πρωταρχικά στον διττό χαρακτήρα τους: Στον εμφανή λαϊκό, που αφορά και αγγίζει μέγα μέρος του πληθυσμού της Αθήνας, και στον λεγόμενο Ελευσίνιο Μυστικό Κύκλο, ο οποίος έπεται της παν-λαϊκότητας και της δημοσιότητας. Διαχωρίζοντας εξαρχής τα Ελευσίνια Μυστήρια σε δύο διαφορετικά και ανεξάρτητα σκέλη, αναγνωρίζουμε άμεσα αυτόν τον διττό χαρακτήρα τους.
Πράγματι, οι εορτές προς τιμήν της Δήμητρας και της Κόρης είναι αναγνωρίσιμες από όλους, κτήμα της ίδιας της Πολιτείας των Αθηνών, η οποία κατέχει και τα κληρονομικά δικαιώματα στην εξάσκηση των παλλαϊκών τελετών. Όχι μόνο τα Μικρά και τα Μεγάλα Μυστήρια αλλά και τα Θεσμοφόρια, τα Στένια και τα Σκίρα ήταν εορτές αφιερωμένες στην Δήμητρα, αρχαίες όσο και οι κάτοικοι του Θριάσιου Πεδίου και των περιχώρων του. Εορτές τις οποίες μοιράζονταν όλοι ανεξαιρέτως, σε επίπεδο Δήμου και οργανωμένων φατριών, που είχαν υπό την επιμέλειά τους την τέλεση των ανοικτών σε όλους δρώμενων.
Στα Μεγάλα Μυστήρια, οι πρώτες τέσσερις ημέρες ήταν επίσης αφιερωμένες στη φανερή λατρεία της Δήμητρας, όπου εν μέσω διαδοχικών πομπών, θρησκευτικής κοσμικότητας και εορτασμών προσφερόμενων σε ελεύθερους και σκλάβους, σε γυναίκες και σε άνδρες, τα δρώμενα διεξάγονταν κάτω από την αντίληψη χιλιάδων ανθρώπων. Η φάση αυτή των εορτασμών υπάγονταν στη λεγόμενη «επίσημη θρησκεία» της Ελλάδας, έτσι όπως είχε διαμορφωθεί μετά τα Μηδικά, η οποία εμπεριείχε κυρίως θρησκευτικές λατρευτικές εκδηλώσεις προς τιμήν του Ολύμπιου Πάνθεου. Μέσα σε αυτή την έκφανση της ελληνικής θρησκευτικότητας λειτούργησε η προσπάθεια της πολιτείας να κατοχυρώσει την παρουσία της στη λαϊκή πίστη, η οποία εντούτοις διέθετε τα δικά της μέτρα έκφανσης, με λιγότερα στερεότυπα και περισσότερα στοιχεία αμεσότητας αλλά και αρχαιότητας στις τελετές των θιάσων, των ομίλων και των μυστικών εταιρειών.
Ωστόσο, μετά τη μετάβαση της πολυπληθούς πομπής από την Αθήνα στον κόλπο της Ελευσίνας και κατόπιν στο ίδιο το ιερό της Δήμητρας, άλλες εορτές λάμβαναν χώρα βαθιά μέσα σε ένα ευρύχωρο πολυκίονο Τελεστήριο, οι οποίες έχαναν αυτόματα τον παλλαϊκό τους χαρακτήρα. Τα τελέσματα, τα οποία λάμβαναν χώρα εκεί, διακρίνονταν για τη μυστικότητά τους, την ιδιωτικότητα και την μυστηριακότητά, αφού αφορούσαν αποκλειστικά έναν περιορισμένο αριθμό ανθρώπων, πολύ μικρότερο φυσικά από το σύνολο των πιστών της Δήμητρας. Διαπιστώνουμε δηλαδή μια διακοπή στα δρώμενα, οριοθέσιο και μεθόριο απαράβατα σε όσους δεν διακρίνονταν για το πνευματικό τους επίπεδο και για τη βαθιά θέλησή τους να ξεπεράσουν τα εσκαμμένα, στην προσέγγισή τους προς το θείο όραμα της Δήμητρας.
Αυτή η διακοπή στη δημοσιοποίηση των δρώμενων ήταν γνωστή με τον όρο «Εποπτεία». Πράγματι, οι παρόντες γίνονταν επόπτες σε κάτι, ή κάτι εμπιστευόταν μπροστά στα μάτια τους, δηλαδή περνούσε και γινόταν γνωστό. Αυτό το κάτι ήταν άδηλο και εντελώς άγνωστο μέχρις εκείνη τη στιγμή. Ωστόσο, αμέσως μετά από τη σειρά πραγμάτων, που πλέον γίνονταν κτήμα των παρόντων σε αυτό το τμήμα των εορτών, οι συντελεστές των δρώμενων καθώς και οι μάρτυρες σε αυτά απέρχονταν πεπεισμένοι ότι δεν έπρεπε να μιλήσουν. Κανείς από το πλήθος που συσσωρεύονταν εκτός των κεκλεισμένων θυρών δεν έπρεπε να μάθει τα όσα διαδραματίστηκαν στο Τελεστήριο. Το ότι η ιερότητα και η απολυτότητα αυτού του νόμου τηρούνταν ευλαβώς, είναι πιο εμφανές σε εμάς σήμερα. Κανείς μας δεν γνωρίζει τα τελέσματα, τις ιερές λέξεις, τα φαινόμενα, την ακολουθία τους, δύο χιλιετίες ύστερα από το τέλος της λατρείας στη Δήμητρα.
Σε επίπεδο ακαδημαϊκής γνώσης πολύ λίγα μπορούν να ειπωθούν. Και αυτά, ακολουθώντας τις συχνά αφελείς και επιφανειακές παρατηρήσεις κάποιων μυημένων, οι οποίοι στο μεταξύ εγκατέλειψαν τη λατρεία της Δήμητρα προκειμένου να ενταχθούν στη νέα λατρεία του Χριστιανισμού. Σύμφωνα με τις παρατηρήσεις και κάποιες, εντούτοις, δειλές αναφορές αυτών που μίλησαν για τα μυστικότερα τελέσματα της Ελευσίνας, οι ιεράρχες των Μυστηρίων, βγαίνοντας από το υπόγειο Καταβάσιο του Τελεστηρίου, παρουσίαζαν από τις ψάθινες κύστες κάποια αντικείμενα λατρείας και ταυτόχρονα έδιναν με κάποιο τρόπο τη δυνατότητα στους παρευρισκόμενους να έχουν τη «Θέαση» της Δήμητρας. Ήχοι, λόγια, πράξεις, φάσματα κατέκλυζαν το χώρο, ο οποίος από μόνος του δημιουργούσε το υπέρτατο δέος:
«Αθηναίοι μυούντες Ελευσίνια και επιδεικνύοντες τοις εποπτεύουσι το μέγα και θαυμαστόν και τελειότατον εποπτικόν εκεί μυστήριον, εν σιωπή τεθερισμένον στάχυν».
Ένα κτίριο με επίπεδη οροφή, κτισμένο επάνω σε ένα μυκηναϊκό υπόγειο ιερό χώρο, με σαράντα δύο κίονες και καθίσματα σκαλισμένα στον γυμνό ασβεστόλιθο, ήταν το επίκεντρο ενός δράματος, του οποίου υποψιαζόμαστε παρά γνωρίζουμε τη φύση. Χωρίς να μοιάζει ή να θυμίζει κανέναν άλλο τύπο ναού ή τεμένους της Ελλάδας, το Τελεστήριο αποτελεί πρότυπο και ταυτόχρονα νεωτερισμό, στοιχείο αρχαίο και νέο συνάμα. Το μεγαλύτερο κτΊριο της Ελευσίνας δεν διέθετε παράθυρα παρά μιαν οπή στην οροφή και δεν ενείχε κανένα θεατρικό χαρακτήρα, εφόσον το πλήθος των κιόνων δεν επέτρεπε εκ των πραγμάτων μια παρακολούθηση άνευ οπτικών εμποδίων.
Επομένως τείνουμε να πιστέψουμε ότι όσα αποκαλύπτονταν δεν ήταν αποκλειστικά υλικά αντικείμενα, όπως: «μήκωνες, πυρσοί, πισοί, λάθυροι, ώχρες, κύαμοι, μέλι, γάλα και έριον άπλυτον». Καθώς και ότι οι εντυπώσεις δεν ήταν παρά προσωπικές και όχι αντικειμενικές, επομένως μυητικές. Η μύηση εκάστου παρευρισκόμενου στο Τελεστήριο της Ελευσίνας ήταν προσωπική του υπόθεση και αφορούσε το δικό του επίπεδο γνωστικής αντίληψης, ένα βίωμα, μια πράξη που θα τον καθόριζαν στην υπόλοιπη ζωή του. Ωστόσο δεν θα του επέτρεπαν καν να μοιραστεί με άλλους, ίσως ούτε καν με τους ίδιους τους συντρόφους του στη μύηση, τις εντυπώσεις αυτές «μετά φόβου σιωπής».
Η ελευσίνια «Εποπτεία» είναι το σύμβολο της μυητικής πορείας κάθε μύστη. Η γνώση πηγάζει από την προσωπική αντίληψη και όχι από την αντικειμενική πραγματικότητα. Και εδώ στηρίχθηκε, κατά πάσα πιθανότητα, η επιτυχής τήρηση των μυστικών δρώμενων μέσα στους αιώνες και όχι αναγκαστικά στην επιβολή κατασταλτικών νόμων, που προέβλεπαν το θάνατο ως απόλυτη ποινή για τους προδότες της Δήμητρας. Τα «λεγόμενα, δεικνυμένα, δρώμενα» του Μυστικού Κύκλου της Ελευσίνας αποτελούσαν γνώση μέσω του βιώματος και όχι μέσω της εγκεφαλικής καταχώρησης, η οποία απευθύνεται πρωτίστως στον κόσμο της ακαδημαϊκής θεώρησης των πραγμάτων. Ο Ιεροφάντης μεταξύ των κιόνων, σε όποιο σημείο και αν καθόταν, θα παρέμενε αόρατος από κάποιο μέρος της σκοτεινής αίθουσας. Είτε άπλετο φως έκπαγλες διοχετευόταν στην αίθουσα, είτε αυτός περιφερόταν από σημείο σε σημείο, η αποκάλυψη θα παρέμενε εσαεί αόρατος από μερίδα των παρευρισκομένων. Η «Αγέλαστος Πέτρα», κάθισμα και θρόνος πόνου, βιωματικής γνώσης και τελικής θεώρησης, αποτέλεσε εχέγγυο για την απόλυτη σιγή των παρευρισκομένων στην αίθουσα του Τελεστηρίου.
Τα κεκλεισμένων των θυρών Μυστήρια της Δήμητρας δεν ήταν τα μόνα μυστικά δρώμενα στην αρχαιότητα. Πλήθος άλλων, με διαφορετικά ή παρόμοια τελέσματα, ωστόσο πάντοτε ιδιωτικά και απαγορευμένα στα πλήθη του κόσμου, διενεργούνταν και εκτός ελλαδικών συνόρων. Η πρώτη και τελευταία σύστασή τους ήταν η μυστικότητα, χάρη στην οποία καθοριζόταν, στηριζόταν και εξαρτάτο η επιτυχία των δρώμενων. Οι ποινές επικρέμονταν σε όσους τις παρέβαιναν, αλλά από ό,τι φαίνεται αρκούσε από μόνη της η αιδώς, ο σεβασμός και η σοβαρότητα των μυημένων προς τη θεία λειτουργία των δραμάτων, στα οποία είχαν επιλεγεί να συμμετάσχουν και να κοινωνήσουν.
Το δεύτερο αυτό μέρος των εορτασμών για τη Δήμητρα ξέφευγε από τη ρηχή ανθρωπομορφική λατρεία της επίσημης Ολύμπιας θρησκείας της κλασικής Ελλάδας. Ασφαλώς κατείχε τα σκήπτρα σε όλη τη διαδικασία των εορτασμών και αποτελούσε τον κεντρικότερο πυρήνα τους, εφόσον είχε ως στόχο του όχι μια παθητική λατρεία προσώπων και συμβόλων αλλά κάτι περισσότερο βαθύ. Την ουσιαστική μεταμόρφωση των συμμετεχόντων σε αναζητητές των άγνωστων νοημάτων της ύπαρξης. Η γνήσια θρησκευτική συγκίνηση έτσι, η οποία ατονούσε στην επίσημη Ολύμπια θρησκεία, στις μυητικές λατρείες ενισχυόταν από τα μυστηριακά δρώμενα με έναν και μόνο στόχο: την εξοικείωση των συμμετεχόντων με το άλγος του θανάτου και τη συμφιλίωση των πιστών με τον θάνατο, ρίχνοντας φως στο υπερπέραν. Το αποτέλεσμα, όπως λέει ο Ισοκράτης στον Πανηγυρικό του (Πανηγυρικός 28) θα ήταν η κατάκτηση του θανάτου με «ηδίους ελπίδας».
Βλέπετε, λοιπόν, τις εκ διαμέτρου διαφορές της διάστασης του ενός σκέλους των εορτασμών στη Δήμητρα, καθώς και την απόλυτη έλλειψη εσχατολογικής επαγγελίας στο άλλο. Ποια είναι η αξία της μυστικότητας σε μια μύηση; Γιατί αυτές να καθιερώνονται και να καθοσιώνονται διαμέσου αυτής της μυστικότητας; Ποιος ο αληθινός σκοπός και στόχος του απαράβατου των κεκλεισμένων θυρών; Και γιατί ο διαχωρισμός μεταξύ φανερού και κεκρυμμένου σε εορτές γνωστές σε όλους, όπως τα Μεγάλα Μυστήρια;
Η Ελευσίνα, και πριν από αυτήν η Σεσαρεία του Υμηττού, γνωστές και άγνωστες σε εμάς διαδικασίες μυήσεως στο πέρασμα του χρόνου, είχαν ως στόχο τους την προετοιμασία εκείνων που θα διέθεταν χρόνο και κόπο προκειμένου να ξεπεράσουν τα όρια της γνώσης για την οποία μιλήσαμε λίγο πριν. Η γνώση ήταν το ζητούμενο και επομένως η μετάλλαξη της συνείδησης διαμέσου προβληματισμών της σκέψης, αλλά κυρίως του πνεύματος. Η μεταστροφή στις πεπερασμένες δυνατότητες της συνειδησιακής γνώσης προβλέπει ως πρώτιστο επίπεδο την αλλαγή επιπέδου αντίληψης των πραγμάτων, υλικών και πνευματικών. Η μετάβαση σε τέτοιου είδους οραματισμούς και θεάσεις του σύμπαντος, αλλά ταυτόχρονα και του μικρόκοσμου, μπορεί να επιτευχθεί μέσα από πολυετείς βιωματικές αναζητήσεις οι οποίες οικοδομούν την εμπειρία.
Βάσει αυτής της πολύτιμης εμπειρίας είναι που ο υποβαλλόμενος σε μυητικές διαδικασίες θα αναγνωρίσει την χαμένη του ταυτότητα και θα την αναδείξει στην καθημερινότητά του, ακόμη και μέσα από μια άδηλη και ασυνείδητη δραστηριότητα. Πρόκειται δηλαδή για μια πορεία που συντονίζει τις χαλαρά συνδεδεμένες υποστάσεις των ανθρώπων και τις ενώνει και πάλι, για να επαναφέρει μια λησμονημένη υπέρβαση στην ίδια τους τη σύσταση. Η διάκριση των διαφορετικών συστατικών της ανθρώπινης οντότητας αποτελεί, έτσι, πραγματικό σκοπό των διαδικασιών που θα του εμπνεύσουν και αφυπνίσουν την κοιμισμένη συνείδηση, ανοίγοντάς του τις κεκλεισμένες θύρες του ίδιου του εγώ του.
Μιλώντας για κεκλεισμένες θύρες αναφερόμαστε πρωταρχικά σε αυτές τις θύρες του εσώτερου εαυτού, οι οποίες είναι επτασφράγιστα κλειστές. Η απελευθέρωση των δεσμών που διαφυλάττουν για κάποιο λόγο τις θύρες μας σφραγισμένες, είναι το έργο των μυητικών δρώμενων που λειτουργούν ως ατελή και γήινα βοηθήματα έμπνευσης της συνείδησης. Ίσως η Ελευσίνα να διατήρησε τόσο καλά σφραγισμένες τις θύρες του Τελεστηρίου της επειδή η προετοιμασία, η φοίτηση και η τελική εξέλιξη να αποτελούν καθαρά προσωπικό έργο, έργο του μεριστού ατόμου, απείθαρχου, ασύστολου και κάθε άλλο παρά έτοιμου για εγρήγορση μέσα στη φυσική οκνηρία που διέπει την ύπαρξή του στα εγκόσμια πράγματα.
«Ουκ εκεί το Καταβάσιον, το σκοτεινόν και αι σεμναί του ιεροφάντου προς την ιέρειαν συντυχίαι, μόνου προς μόνην; Ουχ αι λαμπάδες σβένυνται και ο πολύς και αναρίθμητος δήμος την σωτηρίαν αυτών είναι νομίζουσι τα εν των σκότει παρά των δύο πραττόμενα;»
Η φοίτηση
Η προετοιμασία για τη φοίτηση στα αρχαία Μυστήρια γνωρίζουμε ότι ήταν σταδιακή, επίπονη και κουραστική. Από άκρη σε άκρη του ελλαδικού χώρου και του ελληνισμού, οι προς μύηση αδελφοί όφειλαν να διέρχονται μέσα από μακρές περιόδους προσωπικής στέρησης από ό,τι ευχαριστούσε και τάιζε τα φυσικά σαρκία τους. Το θηρίο της σωματικής φυλακής όφειλε να περιοριστεί και να εξαγνιστεί δια της πειθαρχίας, σε μια αντίληψη μακράν των υλικών και γήινων επιδιώξεων. Οι καθαρμοί δεν περιορίζονταν απλά σε δραστική νηστεία σε ό,τι χαρακτηρίζει τον περιορισμό του μεριστού της ανθρώπινης φύσεως. Ο χρόνος δοκιμασιών και στερήσεων επεφύλασσε την επερχόμενη είσοδο σε ανώτερα επίπεδα μυητικών δρώμενων. Και όλο τούτο μέσα σε ένα συνεχή κύκλο, circulum, σπείρα προσπαθειών με μόνο στόχο την επίτευξη μιας και μόνο επιφοίτησης, μιας έκλαμψης, ενός στιγμιαίο φωτισμού μέσα στο σκότος και την αχλή της πεπερασμένης και καθυστερημένης σαρκικής υπόστασης των μυστών. Μέσα από αυτή τη διαδικασία πρόσληψης μυητικών βιωμάτων και εμπειριών, ο άνθρωπος γίνεται μυστικός.
Η έννοια του μυστικού στην ιστορία της φιλοσοφίας δεν ταυτίζεται με την κοινωνική σημασία του «καλά κρυμμένου μυστικού», ή του μυστικού πράγματος, ή του μυστικού που φυλάσσεται μακριά από τα μάτια της όποιας εξουσίας, ή του μυστικού ανάμεσα σε φίλους, συνέταιρους και συνένοχους. Το μυστικό και ο μυστικός εδώ αφορά κυρίως την ταυτότητά του ως μυημένου μέσα σε έναν κύκλο μυστικής επεξεργασίας και κατεργασίας. Ο όρος «μυστικός» γίνεται φυσικά πολύ λίγο αναγνωρίσιμος στις ημέρες μας από το πλατύ κοινό, το οποίο δεν είναι πεπαιδευμένο να χρησιμοποιεί λησμονημένες έννοιες που με τη σειρά τους έχουν διαστρεβλωθεί από την κοινωνική εξέλιξη των εθνών. Έτσι, οι μυστικές λατρείες δεν έχουν σχέση με τις κρυφές λατρείες αλλά με τις μυστηριακές. Τα μυστικά τάγματα δεν είναι βεβαίως καλυμμένα με ψεύτικες ετικέτες και τα μυστικά άτομα δεν είναι οι κατάσκοποι, ή οι υπό δίωξη κακούργοι που φέρνουν παραπλανητικά επίθετα ή πλαστές ταυτότητες.
Η μυητική δραστηριότητα χρησιμοποιεί τον ειδικά επιλεγμένο και διαμορφωμένο χώρο, ή χώρους, για να εκκινήσει μια μετατόπιση από τον χώρο στο διάστημα, όπου η διαφορά έγκειται στο πεπερασμένο χαρακτήρα του πρώτου και στο άπειρο του δεύτερου. Η ανάγκη της μετάβασης από τον περιορισμένο χώρο/κατάσταση, που συμβολίζει αναγκαστικά την παρούσα συνθήκη μέσα στην οποία διαβιεί ο άνθρωπος με τις περιορισμένες του δυνατότητες, προς μια κατεύθυνση άλλη μεγαλύτερη, διευρυμένη αλλά και υπαρκτή όσο αυτός ο κόσμος, μετατρέπουν τον μυητικό χώρο σε σύμβολο που με τη σειρά του τείνει να αποτάξει τη γήινη και φυσική του διάσταση και να προσλάβει μια ιερότητα αποδεκτή μόνο σε τόπους καθορισμένους από τα συμβάντα, τα τελούμενα, τα μυστήρια. Είναι μια καθαρά πλατωνικής διάστασης προσέγγιση αυτή, παρόμοια με όσα ο μεγάλος Αθηναίος περιγράφει στον Τίμαιο του και ειδικότερα στην προσπάθεια μετάβασης από τον μύθο στον λόγο.
Αντί για πρόοδο έχουμε «αναδίπλωση» μέσα στα ίδια τα σκηνώματα της φυσικής μας υπόστασης, σε όσα μας περιβάλλουν και κατέχουν το σήμα κατατεθέν του υλικού μας ορισμού. Σε αυτό το σημείο βέβαια, δεν είναι δυνατόν να μην αναφερθούμε στις τελετές καθιερώσεως των κτιρίων, στοών, ναών, τεμενών, ιερών χώρων λατρείας που, από κοινά υλικά κατασκευάσματα, μετατρέπονται με τις κατάλληλες διαδικασίες σε τόπους συνυφασμένους με την απογείωση προς τη θέωση όσων συχνάζουν και ενεργοποιούνται μέσα τους. Με τις ίδιες διαδικασίες καθιερώσεως αντικείμενα και σύνεργα λατρείας αρχίζουν να χάνουν την πρότερη φυσική τους υπόσταση, για να μετουσιωθούν σε εργαλεία καθιαγασμένα και εμπλεκόμενα σε πληθώρα χρήσεων εξωραϊσμένων από τη βέβηλη και φθοροποιό καθημερινότητα.
Είναι η απομάκρυνση από αυτή την πολύβουη, μιαρή, ανήσυχη και αποπροσανατολισμένη καθημερινότητα, από την οποία ο μύστης τείνει να απομακρύνεται όσον εργάζεται κανονικώς μυητικά. Ασφαλώς η ενδοσκόπηση που απαιτείται σε κάθε μυητική εργασία, δεν μπορεί ποτέ να συμβιβαστεί με την όποια θύραθεν ενασχόληση. Αν αυτό συμβαίνει, είναι επειδή η ατέλεια του κόσμου προκαλεί στον αποσυρόμενο μύστη την αναμενόμενη ταραχή. Για κάθε πνευματική δραστηριότητα και όχι αποκλειστικά για την εργασία της ενδοσκόπησης, απαιτείται συγκέντρωση, ηρεμία, γαλήνη και ατμόσφαιρα μεθέξεως. Οι κλειστές θύρες, έτσι, γίνονται ολοένα και πιο ερμητικά αδιάρρηκτες για τη φυσική ροή της ημέρας και της νύκτας, για την τάση όσων δυσφορούν με την έννοια της τελειοποίησης του εγώ και με τη θεϊκή επιχείρηση της απόσυρσης στα ενδότερα δώματα της συνειδήσεως. Και ποιος άλλωστε είπε ποτέ ότι όλοι οι ανθρώπινοι οργανισμοί είναι έτοιμοι να αντιμετωπίσουν θετικά αυτή τη μυητική απόσυρση;
Οι ίδιοι οι μυστικοί παλεύουν διαρκώς με τις ίδιες τους τις φυσικές υπάρξεις, προκειμένου να τις χαλιναγωγήσουν και να τις αφοπλίσουν από τις καθημερινές συνήθειές τους. Φανταστείτε την ανάγνωση ενός κοινού ποιήματος, μιας λυρικής ωδής, ενός μέλους ή ακόμη και ενός απλού τραγωδού εν μέσω βοής εμπορικού δρόμου. Τα πάντα θα έπεφταν στο κενό. Η ρίμα θα έχανε την μεταδοτικότητά της, η αρμονία θα ενσωματωνόταν στη γενική όχληση. Το ίδιο συμβαίνει και με μια διαδικασία, ένα δρώμενο στο οποίο κάθε ίνα πνευματικότητας είναι απαραίτητη για την κατάκτηση μιας αρχικής αίσθησης αρμονίας στα τελέσματα, στις πομπές, στις εναλλαγές κινήσεων, στα ενδεχόμενα χορικά που διεξάγονται με προσοχή και μαθηματική ακρίβεια. Ο κόσμος μέσα στον οποίο τελείται αυτή η πάλη, δεν διαθέτει τον απαραίτητο χώρο για εύκολη πνευματική ανάταση.
Φαίνεται ότι η ανάγκη για απομόνωση δεν αρκείται στα πεπερασμένα σημεία μέσα στα οποία κινούμαστε. Θα πρέπει να κατασκευάσουμε μια άλλη κατάσταση, που να είμαστε σε θέση να οραματιστούμε προκειμένου να την χρησιμοποιήσουμε ως διάμεσο επικοινωνίας, με επίπεδα των οποίων το πάχος υλικότητας να είναι κατά πολύ λεπτότερο από αυτό που νιώθουμε, οσφραινόμαστε, βλέπουμε, αγγίζουμε καθημερινά. Θυμόμαστε επομένως τους όρους που ο Αριστοτέλης χρησιμοποιεί ως δάνειο από τις θεωρίες περί ατόμων και χώρου: Σώματα και χώρα, σώματα και κενό, σώματα και τόπος.
Υπόστρωμα και υπόβαθρο των παραπάνω, οι ασκητικές αρχές των «ορφικών βίων», συνταγές για την τόνωση της ψυχής και την καταπολέμηση του υλικού και εχθρικά διακείμενου, προς το πνεύμα, σώματος. Η συμφιλίωση με την ιδέα του φυσικού θανάτου οδηγούσε στην κατάκτηση του αυθεντικού, πνευματικού εαυτού και στην απόρριψη της εν ζωή μελαγχολίας, το μέγιστο των βασάνων στους βίους των βροτών. Ύστατο βραβείο το κέρδος της επίγειας ζωής έναντι του μεταφυσικού φόβου του θανάτου και της ακλόνητης πεποίθησης της νιρβάνα, δηλαδή της εσωτερικής γαλήνης.
Σήμερα, εκείνο που στην αρχαιότητα θεωρείτο τρόπος τελειοποίησης δια της θεοτικής μεθέξεως, η μυστικότητα σε τελετές μυητικού τύπου, είναι στοιχείο που γεννά υποψίες, ερωτηματικά, προσβλητικές στάσεις. Πράγματι, ο άνθρωπος έχει διαγράψει στα τελευταία δύο χιλιάδες χρόνια, τις δυνατότητες που μπορεί να προσφέρει η μεταφυσική εργασία ή η εργασία δια της μεταφυσικής. Τα παράπλευρα σύμπαντα ενοχλούν, οι κεκλεισμένες θύρες αποτελούν στόχο προς διάρρηξη. Και τούτο συμβαίνει επειδή ο πεπερασμένος πνευματικά κόσμος, στον οποίο έχουμε κληθεί να ζήσουμε, περισσότερο από ποτέ στην ιστορία του ανθρώπινου δράματος έχει περιοριστεί και εμφανίζεται ως ένα καθαρά εχθρικό πεδίο δράσης. Όμως θα πρέπει να γίνει και μια αναφορά στην ίδια την αδυναμία της πρόσληψης των ιδεών ή, καλύτερα, στην αδυνατότητα μετάδοσής τους τουλάχιστον όσον αφορά στην αντίληψή τους και τη διατύπωσή τους μέσω της έντυπης ή προφορικής οδού.
Ο Wittgenstein (TractatusLogicoPhilologicus) εξέφρασε αυτό το πρόβλημα παραστατικότατα, λέγοντας ότι η πεμπτουσία της μη μεταδοτικότητας της βιωματικής μυητικής γνώσης εντοπίζεται στην ερώτηση. Έτσι, «η γνώση και όχι η πίστη γνώσης μπορεί να υπάρξει μόνο με την αμφιβολία. Αμφιβολία μπορεί να υπάρξει μόνο όταν υπάρχει απάντηση και απάντηση μπορεί να δοθεί σε κάτι που είναι δυνατόν να ειπωθεί». Το αληθινό πρόβλημα όσον αφορά στη γνώση και τη μετάδοσή της, είναι η ερώτηση να μπορεί να διατυπώσει με ευκρίνεια και ακρίβεια εκείνο που επιθυμούμε να γνωρίσουμε. Όμως, η διατύπωση της ερώτησης είναι δυνατή όταν η απάντηση ενέχεται μέσα μας και εμπεριέχεται στην ίδια την ερώτηση. Στο τίποτα, τίποτα δεν μπορούμε επομένως να ρωτήσουμε, τίποτα να απαντήσουμε. Εντούτοις αυτή η αδυναμία στη μετάδοση της γνώσης είναι εκείνο που προκαλεί εδώ και αιώνες μέρος της παρεξήγησης. Στο ότι, δηλαδή, λόγω αυτής της αδυναμίας δεν είναι απαραίτητος ή δεδομένος ο φόβος της μετάδοσης αλλά η αδυνατότητα μας να την διανθίσουμε κάτω από ένα πρίσμα ερωτήσεων και, άρα, απαντήσεων.
Σε αυτή την αδυναμία, αρχικά αντίληψης και στη συνέχεια μετάδοσης, στηρίζονται τα ισχυρότερα και πλέον αποτελεσματικά συστατικά της διατήρησης της μυστικότητας στα αρχαία μυητικά δρώμενα και όχι στην υποχρεωτική επιβολή ποινών στους επίορκους. Πράγματι είναι άξιο θαυμασμού πόσο αφελής μπορεί να γίνει η εκφραστικότητα σε περιπτώσεις όπως αυτή. Άφατο είναι το μυστήριο, άβατο λεκτικό, επικοινωνιακό και μεταδοτικό. Τελείως ανίκανοι ένιωσαν οι μύστες της Ελευσίνας στο να περιγράψουν ό,τι είδαν, άκουσαν και αντιμετώπισαν. Και εδώ, φυσικά, εννοούμε τη γνώση που διατρέχει τα ανώτερα επίπεδα του εαυτού μας, απλησίαστα πεδία αντίληψης και κατά πολύ ανώτερα των πρόχειρα προσβάσιμων εμπειριών αυτού τους είδους της γνώσης, της μυητικής. Εδώ εντοπίζεται η σημειολογική διαφορά μεταξύ χυδαίας μυστικότητας και μυστικότητας του μύστη. Μεταξύ μυστηρίου και μυστικοπάθειας. Κεκλεισμένων των θυρών λοιπόν, εκ των πραγμάτων και εκ των σημείων.
Ωστόσο ας κλείσουμε επαναλαμβάνοντας τα λόγια του Θέωνος: «Πέμπτη η εξ αυτών περιγενομένη κατά το θεοφιλές και θεοί συνδίαιτον ευδαιμονία. Πέμπτη δ’ αν είη και τελευταία εκ τούτων περιγενομένη ευδαιμονία ομοίωσις θεώ κατά το δυνατόν». Αλλά και με τη μεγαλύτερη ευχή που συνηθιζόταν να αναγράφεται σε ενεπίγραφα φύλλα χρυσού, με τα οποία κοσμούνταν οι νεκρικές κλίνες αυτών των μυστών: «Θεός εγένου εξ ανθρώπου, χαίρε οδοιπορών λειμώνας ιερούς κατά τα άλσεα Φερσεφονείας».