Έτσι βεβαιώνει ότι ο ίδιος δεν είναι ούτε το σώμα του ούτε η ψυχή του. Όσο κι αν αυτό με μια πρώτη ματιά φαίνεται παράδοξο, είναι ο κανόνας για τους περισσότερους ανθρώπους. Μα αν ο άνθρωπος δεν είναι ούτε σώμα ούτε ψυχή, τότε τι είναι; Τι είναι αυτό το Εγώ που νοιώθει μέσα του και που προσπαθεί να επικοινωνήσει μαζί του; Μήπως δεν είναι παρά μια φαινομενική λογική συνέχεια;
Το Εγώ δεν είναι σταθερό, παίρνει άπειρες διαφορετικές όψεις, και όμως είναι το Εγώ που με αυτό ο άνθρωπος γεννιέται στη γη και εξελίσσεται μέσα στη ζωή. Αν ξαναγυρίσουμε στην ερώτηση: «Τι είναι ο άνθρωπος;», θα μπορούσαμε να δώσουμε μια συγκεκριμένη απάντηση. Ο άνθρωπος είναι η Προσωπικότητα. Με άλλα λόγια, είναι ο κύριος Τάδε ταυτισμένος με τον ψυχικό οργανισμό που υπάρχει μέσα του, και δεν προσφέρει τίποτε το σταθερό ή προσφέρει μόνο ελάχιστη σταθερότητα, καθώς αλλάζει ανάλογα με τις ευχάριστες ή δυσάρεστες εξωτερικές εντυπώσεις και με τους φυσικούς ερεθισμούς. Για τον καθένα, η εσωτερική μελέτη ξεκινά από τη μελέτη του περιεχομένου της δομής και της λειτουργίας της Προσωπικότητάς του.
Κατά τον Μουράγιεφ, η Προσωπικότητα έχει τρία κέντρα:
Το διανοητικό κέντρο που καταγράφει, σκέπτεται, υπολογίζει, συνδυάζει, αναζητά κλπ.
Το συγκινησιακό κέντρο που έχει σαν πεδίο δράσεως τα συναισθήματα, τα λεπτά αισθήματα και τα πάθη.
Το κινητικό κέντρο που κατευθύνει τις πέντε αισθήσεις, συσσωρεύει ενέργεια στον οργανισμό με τις ενστικτώδεις κινήσεις του, και διευθύνει με τις κινητικές λειτουργίες του την κατανάλωση της ενέργειας αυτής. Το κινητικό κέντρο είναι το καλύτερα οργανωμένο, ενώ τα άλλα δύο δημιουργούνται παράλληλα με την ανάπτυξη του παιδιού. Λειτουργεί ήδη από την σύλληψη, και είναι λοιπόν το πιο παλιό και το καλύτερα τακτοποιημένο. Είναι ακόμη και πιο σοφό, αν και τυχαίνει να κάνει λάθη. Αντίθετα, τα άλλα δύο κέντρα μάς φέρνουν μεγάλες δυσκολίες. Είναι αναρχικά, επεμβαίνουν συχνά το ένα στην περιοχή του άλλου, ακόμη και στην περιοχή του κινητικού κέντρου, έτσι που διαταράζουν το ρυθμό της λειτουργίας του.
Στην πραγματικότητα δεν έχουμε καθαρή σκέψη ούτε καθαρό συναίσθημα, ακόμη και οι πράξεις μας δεν είναι καθαρές. Μέσα μας είναι όλα ανάμικτα και μάλιστα, τις περισσότερες φορές, περιπλεγμένα από κάθε είδους αίτια, προερχόμενα άλλοτε από το διανοητικό κέντρο που με τους υπολογισμούς του διαφθείρει την αγνότητα του συναισθήματος, άλλοτε από το συγκινησιακό που ταράζει τους υπολογισμού του διανοητικού κέντρου. Έτσι, είναι αδύνατο να τακτοποιήσουμε την ψυχική ζωή, να την βγάλουμε από την κατάσταση της μόνιμης αναρχίας και από την βαθιά ασυναρτησία, αν δεν μελετήσουμε σε βάθος τη δομή της προσωπικότητάς μας. Μόνο με μια τέτοια μελέτη ο αναζητητής θα μπορέσει να ρυθμίσει και να τελειοποιήσει τον οργανισμό αυτό. Και το μόνο μέσο για να επιτύχει, είναι η εσωτερική εργασία και η ενδοσκόπηση. Η Προσωπικότητα είναι ένας οργανισμός, και σαν οργανισμός έχει μια δομή. Η δομή όμως αυτή μάς διαφεύγει γιατί δεν τη γνωρίζουμε. Και δεν την μελετάμε επειδή η προσοχή μας είναι συνέχεια απασχολημένη από τα εξωτερικά γεγονότα και τις μηχανικές αντιδράσεις που μας προκαλούν. Ο Μουράγιεφ, διακρίνει στην Προσωπικότητα τρία ρεύματα ψυχικής ζωής που αντιπροσωπεύονται από τρία κέντρα.
Πρέπει να καταλάβουμε ότι τα τρία κέντρα δεν είναι φυσικά σημεία ή όργανα που έχουν τοποθετηθεί σε ορισμένα σημεία του σώματός μας. Είναι μάλλον τα κέντρα βάρους των τριών ρευμάτων της ψυχικής μας ζωής. Και πάλι, ο ορισμός αυτός δεν είναι ακριβής. Το κινητικό κέντρο για παράδειγμα, παίρνει ενεργά μέρος σε κάθε φυσική ή ψυχική κίνηση. Και αφού η σκέψη ενέχει μία κίνηση, το κινητικό κέντρο βρίσκεται εκεί και ρυθμίζει το κινητικό μέρος του φαινομένου. Το ίδιο συμβαίνει και με τα συναισθήματα, τα πάθη, τις αισθήσεις κλπ. Έτσι, μία ανακάλυψη από το διανοητικό κέντρο μεταδίδεται με τη βοήθεια του κινητικού στο συγκινησιακό κέντρο, και προκαλεί εκεί τις ανάλογες αντιδράσεις. Η μετάδοση μπορεί να γίνει και με διαφορετική σειρά. Έτσι, για παράδειγμα, ο Αρχιμήδης παρασυρόμενος από τη χαρά για την ανακάλυψη της περίφημης αρχής του, έτρεξε στους δρόμους των Συρακουσών φωνάζοντας, «ΕΥΡΗΚΑ». Δηλαδή σκέψη, συγκίνηση, κίνηση. Αυτό δείχνει ότι τα τρία κέντρα που αγκαλιάζουν, ρυθμίζουν και εκφράζουν τη ζωή της Προσωπικότητάς μας και την δομούν, δεν είναι αυτόνομα..
Η μελέτη της δομής της Προσωπικότητας μάς επιτρέπει να πλησιάσουμε ένα πρόβλημα που παίζει μεγάλο ρόλο στην επιστήμη του εσωτερισμού, το πρόβλημα των ανθρώπινων τύπων. Αν είναι αλήθεια ότι κάθε άνθρωπος παρουσιάζει κατά κάποιον τρόπο, ένα ιδιαίτερο σύμπαν, είναι εξίσου αλήθεια ότι οι ανθρώπινοι τύποι επαναλαμβάνονται. Και επαναλαμβάνονται συχνά, πολύ πιο συχνά από ό,τι συνήθως νομίζουμε γιατί στην πραγματικότητα, δεν είναι πολλοί. Συνολικά υπάρχουν μόνο τρεις βασικοί τύποι, που διακρίνονται ανάλογα με την υπεροχή του ενός από τα τρία ψυχικά κέντρα στην Προσωπικότητα, και είναι:
α) Άνθρωπος βασικά διανοητικός, που σκέπτεται, υπολογίζει, αναζητεί.
β) Άνθρωπος ιδιαίτερα συγκινησιακός, συναισθηματικό, καλλιτέχνης, ρομαντικός.
γ) Τέλος, άνθρωπος της δράσης.
Οι τύποι αυτοί ονομάζονται:
Α) Ο ανθρώπινος τύπος 1, του οποίου το ψυχικό κέντρο βάρους εδρεύει στο κινητικό κέντρο.
Β) Ο ανθρώπινος τύπος 2, του οποίου το κέντρο βάρους εδρεύει στο συγκινησιακό κέντρο.
Γ) Ο ανθρώπινος τύπος 3, του οποίου το κέντρο βάρους εδρεύει στο διανοητικό κέντρο.
Υπάρχουν και άλλοι τύποι, ανώτεροι από τους τρεις βασικούς, Δεν ανήκει όμως κανείς άνθρωπος στους ανώτερους τύπους. Η δημιουργία τους είναι αποτέλεσμα μακρόχρονης κυοφορίας. Αυτήν εννοούσε ο Ιησούς όταν, μιλώντας στον Νικόδημο έλεγε ότι ο άνθρωπος πρέπει να ξαναγεννηθεί. Για να ανυψωθούμε στα πεδία αυτά, πρέπει να κάνουμε συνειδητές προσπάθειες, ακολουθώντας τους νόμους που έχουν τεθεί εδώ και χιλιετηρίδες από την επιστήμη του εσωτερισμού. Πέρα από τα τρία ψυχικά κέντρα της Προσωπικότητας – που θα τα ονομάζουμε κατώτερα κέντρα – έχουμε μέσα μας άλλα δύο κέντρα ανώτερα, ανεξάρτητα από το φυσικό σώμα και την Προσωπικότητα. Μαζί, τα ανώτερα αυτά κέντρα αντιπροσωπεύουν πραγματικά την ψυχή μας, που στην κοινή ομιλία την αναφέρουμε στο τρίτο πρόσωπο. Η παρουσία τους στον εσώτερο εαυτό μας και τα σπάνια αμερόληπτα και αντικειμενικά μηνύματα που συλλαμβάνουμε με τη βοήθειά τους, μας δίνουν την εντύπωση του πραγματικού Εγώ, που το αντιλαμβανόμαστε σαν ένα Κριτή μέσα στο παλάτι του.
Στον εξωτερικό άνθρωπο, ενώ τα κατώτερα κέντρα δεν είναι ολοκληρωτικά εξελιγμένα, τα ανώτερα κέντρα είναι τέλεια και εργάζονται με πλήρη απόδοση. Εμείς όμως, έτσι όπως είμαστε, δεν συλλαμβάνουμε παρά ένα ελάχιστο μέρος από τα μηνύματά τους. Ο λόγος είναι ότι ο άνθρωπος δέχεται τον εαυτό του σαν Προσωπικότητα, και η πλάνη αυτή έχει άμεσα αποτελέσματα την περηφάνια, τον εγωισμό και τον εγωκεντρισμό που σχηματίζουν ένα είδος παραπετάσματος. Το παραπέτασμα αυτό δεν αφήνει να περάσουν παρά τα στοιχειώδη μηνύματα των ανώτερων κέντρων, που παρ’ όλα αυτά συνεχίζουν ασταμάτητα τις εκπομπές τους.
Από τα ανώτερα κέντρα το συγκινησιακό είναι στην πιο μειονεκτική θέση. Ο πολιτισμός μας δεν του προσφέρει συνήθως ούτε λογική εκπαίδευση, ούτε συστηματική διδασκαλία. Η διαμόρφωση και η ανάπτυξή του έχουν αφεθεί στην τύχη, αφού στην εποχή μας η θρησκευτική παιδεία έχει σε μεγάλη κλίμακα διανοητικοποιηθεί, και ορθολογιστικοποιηθεί. Οι κάθε είδους παρατηρήσεις που υπαγορεύονται από την κοσμική σοφία και ματαιότητα, η συνήθεια του ψεύδους – ιδίως προς τον εαυτό μας – η υποκρισία από την οποία κανείς δεν είναι απόλυτα απαλλαγμένος, παραμορφώνουν επικίνδυνα το συγκινησιακό κέντρο. Συχνά προσβεβλημένο από ένα αίσθημα κατωτερότητας και από την συνεπακόλουθη ανάγκη της ικανοποίησης, συνηθισμένο να κρίνει και να κατακρίνει τους πάντες και τα πάντα, αφημένο στην περίεργη ηδονή των αρνητικών συγκινήσεων, το κέντρο αυτό γίνεται αγνώριστο. Ενώ η παιδεία αποτελεί το βασικό ενδιαφέρον των οικογενειών και των δημόσιων εξουσιών, η συγκινησιακό ανάπτυξη του παιδιού είναι σχεδόν ολοκληρωτικά αφημένη στην τύχη. Αυτό, στο σύγχρονο πολιτισμό οδηγεί σε μεγάλη κατάπτωση της συναισθηματικής ζωής. Αντίθετα, όλη η προσοχή για την εκπαίδευση των νέων δίνεται στη διανοητική ανάπτυξή τους.
Ο σύγχρονος άνθρωπος συγκεντρώνει όλες τις προσπάθειές του στην ανάπτυξη και την εκπαίδευση του διανοητικού κέντρου. Τα πάντα είναι οργανωμένα με σκοπό μια μεθοδική τελειοποίηση αυτού του κέντρου. Η γενική εκπαίδευση έχει σκοπό να προσφέρει στον άνθρωπο ένα όργανο εργασίας. Η ανώτερη εκπαίδευση έχει σαν στόχο της να μυήσει τον σπουδαστή σε μιαεξειδικευμένη παιδεία, πράγμα που επιτυγχάνεται με την ανάπτυξη του διανοητικού κέντρου. Μόνο μετά την τελευταία αυτή ανάπτυξη ο άνθρωπος γίνεται διανοούμενος. Απομένει να εξετάσουμε σύντομα τη θέση του συγκινησιακού κέντρου.
Είναι περίεργο ότι στον πολιτισμό μας, η ανάπτυξη και η ανέλιξη του κέντρου αυτού έχουν εγκαταλειφθεί στην τύχη. Η συναισθηματική ζωή, στερημένη από μεθοδική διάπλαση, αποτελεί για τον άνθρωπο την πηγή του απρόβλεπτου, που σπάνια είναι ευχάριστο και που οι συνέπειές του είναι συνήθως δυσβάστακτες. Επειδή λείπει από τον πολιτισμό μας μία υποχρεωτική συναισθηματική διάπλαση, όπως είναι υποχρεωτική η διανοητική διάπλαση, το συγκινησιακό κέντρο του εξωτερικού ανθρώπου είναι υποανάπτυκτο και παραμελημένο και υποτάσσεται στις επιδράσεις των άλλων κέντρων: του κινητικού, του διανοητικού και τέλος του ερωτικού. Και δεν είναι υπερβολή να λεχθεί ότι το συγκινησιακό κέντρο κατέχει στην ψυχική ζωή του ανθρώπου τη θέση του «πτωχού συγγενή».
Κι όμως. Με την κατάλληλη εξέλιξη του κέντρου αυτού, ο άνθρωπος μπορεί να ανοίξει μία νέα πηγή ηθικής ενέργειας, που αισθάνεται τόσο πιεστικά την ανάγκη της. Γενικά ο άνθρωπος πρέπει να καλλιεργήσει μέσα του την ικανότητα να αντιλαμβάνεται κάθε φαινόμενο, κάθε πρόβλημα του εξωτερικού ή του εσωτερικού κόσμου ταυτόχρονα και με τα δύο κέντρα, το συγκινησιακό και το διανοητικό. Η φυσική ανάπτυξη της Προσωπικότητας σταματάει πολύ πριν ολοκληρωθεί Έχει το ατομικό της όριο και εξαρτάται από ένα σύνολο παραγόντων, όπως είναι ο πολιτισμός, η φυλή, το γένος, το οικογενειακό και κοινωνικό περιβάλλον, και τέλος η αγωγή και η μόρφωση του ατόμου. Η εξέλιξη της Προσωπικότητας δεν γίνεται ποτέ χωρίς συνειδητές και συνεπείς προσπάθειες.
Εδώ όμως μας ενδιαφέρει και μιλάμε για την εσωτερική ανάπτυξη, και κατά τον Μουράγιεφ οι απαραίτητοι όροι για ν’ αρχίσει κανείς να αναζητεί την εσωτερική καλλιέργεια, είναι τέσσερις:
n Η φλογερή επιθυμία να φθάσει.
n Η σιδερένια πειθαρχία
n Η διάκριση
n Η πρωτοβουλία.
Ο πρώτος όρος (η φλογερή επιθυμία) είναι κατηγορηματικός. Αν δεν πληρωθεί, είναι ανώφελο να συνεχίσει κανείς. Αν αυτή η φλογερή επιθυμία υπάρχει, τότε πρέπει ο ερευνητής να στραφεί προς την ανάπτυξη της διάκρισης με κάθε μέσο, γιατί ζούμε μέσα σε Μικτό Κόσμο, όπου βρίσκονται περιπλεγμένα γεγονότα και φαινόμενα, πραγματικά και φανταστικά. Η δυσκολία να τα ξεχωρίσουμε προκύπτει από το ότι το Φανταστικό μοιάζει με το Πραγματικό. Για να αναπτυχθεί η ικανότητα της διάκρισης υπάρχουν δύο μέθοδοι. Η κάθε μία από αυτές προσαρμόζεται στον ένα από τους δύο πιο διαδεδομένους στον πολιτισμό μας τύπους του εξωτερικού ανθρώπου.
1) Η αρνητική μέθοδος του αποκλεισμού, που συνιστάται στον διανοητικό τύπο (ανθρώπινος τύπος 3).
2) Η θετική μέθοδος ή της σύνθεσης, που εφαρμόζεται στον συγκινησιακό τύπο (ανθρώπινος τύπος 2).
Και οι δύο μέθοδοι είναι ισάξιες. Η διαφορά τους είναι ότι ακολουθώντας την πρώτη, ο αναζητητής δεν θα δει το φως παρά μόνο όταν φθάσει στα όρια των προσπαθειών του, ενώ ακολουθώντας τη δεύτερη μέθοδο, θα πάρει θάρρος από τις εκλάμψεις του πραγματικού Εγώ, που μπορεί να τον ακολουθούν σ’ όλη την πορεία της αναζήτησής του. Κατά κανόνα, ο διανοητικός τύπος (ανθρώπινος τύπος 3 ) έχει την τάση να μην πιστεύει. Είναι μάλλον σκεπτικιστής από τη φύση του, και προχωρεί ευχαρίστως σε βάθος στην κριτική ανάλυση των γεγονότων και των προβλημάτων. Το κέντρο βάρους της ψυχικής ζωής του είναι η διανοητική δραστηριότητα.
Η αρνητική μέθοδος υπολογίζει τις ικανότητες αυτές, και εφαρμόζει την πιο αυστηρή και την πιο αμερόληπτη κατά το δυνατόν κριτική ανάλυση, στην παρατήρηση των κινήσεων της εσωτερικής ζωής. Έτσι, ο άνθρωπος σιγά – σιγά απομακρύνει καθετί που, μέσα στα ρεύματα της ψυχικής του ζωής, δεν αντιπροσωπεύει μία πραγματική μόνιμη τάση. Όταν οι διαπιστώσεις αυτές επανεξεταστούν και ελεγχθούν πολλές φορές, θα βρεθεί κοντά στο κατώφλι του πραγματικού Εγώ. Βλέπουμε ότι αυτή η μέθοδος δεν απαιτεί ούτε ιδανικό ούτε πίστη. Παρουσιάζει όμως ένα κίνδυνο, γιατί απαιτεί αμεροληψία από την αρχή και κινδυνεύει να πέσει πιο βαθιά ακόμη στην Πλάνη, και η κατάστασή του τότε θα είναι χειρότερη από πριν. Μπορεί να γίνει ανήθικος, επικίνδυνος για τον εαυτό του και για τους άλλους.
Η δεύτερη μέθοδος είναι θετική, και δεν μπορεί να εφαρμοστεί παρά μόνο στον ανθρώπινο τύπο 2, που έχει το κέντρο βάρους της ψυχικής του ζωής στην καρδιά: ο άνθρωπος αυτός μπορεί να έχει ένα ιδανικό και να προσπαθεί να το φθάσει. Θα επιδιώξει να συγκεντρώσει τα στοιχεία της Προσωπικότητάς του μέσα στην οποία βρίσκονται σκορπισμένα τα σπέρματα του ιδανικού του. Η μέθοδος αυτή είναι αντίθετη από την προηγούμενη, αφού δεν τείνει πια να αποκλείσει τα ασταθή στοιχεία αλλά να τα συνθέσει σε μία κατάσταση. Αν ονομάζεται θερμή, είναι γιατί κατά την εφαρμογή της ο άνθρωπος δίνει ελεύθερη διέξοδο στις θετικές του συγκινήσεις, αντίθετα απ’ ό,τι συμβαίνει στην ψυχρή μέθοδο της κριτικής ανάλυσης και του αποκλεισμού. Έχει και αυτή τους κινδύνους της, είναι όμως διαφορετικής φύσης. Προέρχεται από ένα αρχικό λάθος στην εκλογή του ιδανικού ή μάλλον, στη στάση που τηρείται από τη στιγμή της εκλογής αυτής. Το γεγονός ότι το ιδανικό έχει εγκριθεί από το δάσκαλο, δεν αλλάζει την κατάσταση. Το λάθος είναι η έλλειψη ειλικρίνειας προς τον εαυτό μας. Η βαθιά ασυμφωνία ανάμεσα στον ομολογούμενο και στον ανομολόγητο σκοπό μπορεί να προκαλέσει ακόμη και διχασμό Προσωπικότητας.
Η σύντομη ανάλυση αυτών των δύο μεθόδων εργασίας φανερώνει τη σπουδαιότητα της αμεροληψίας – της μορφής αυτής της αντικειμενικότητας που ο άνθρωπος είναι δυνατόν να επιτύχει - και της ειλικρίνειας. Το να μη χρησιμοποιηθούν συνειδητά αυτές οι δύο αρετές, ιδιαίτερα προς τον εαυτό μας, αποτελεί στη ζωή μας την πηγή πολλών σφαλμάτων που δεν ξέρουμε έπειτα πώς να τα επανορθώσουμε. Μέσα μας δεσπόζει συνήθως ή η ικανότητα της αμεροληψίας στις κρίσεις μας , ή η ικανότητα της ειλικρίνειας, ανάλογα με τον τύπο του καθενός. Αυτέ προσδιορίζουν βασικά την εκλογή της μεθόδου που πρέπει να ακολουθήσουμε. Δεν πρέπει να ξεχνούμε ωστόσο, ότι η φύση μας είναι μικτή και οφείλεται στη γέννησή μας, στην παιδεία και στη μόρφωσή μας. Γι’ αυτό, εφαρμόζοντας τη μέθοδο που ταιριάζει περισσότερο στη δεσπόζουσα ικανότητά μας, δεν πρέπει να εγκαταλείπουμε και την άλλη μέθοδο, γιατί και οι δύο πρέπει να παίξουν το ρόλο τους στις προσπάθειές μας προς την εξέλιξη, σε διαφορετική όμως αναλογία στον καθένα μας.
Το έργο κάθε βαθμίδας εξέλιξη μπορεί να οριστεί ως εξής:
· Άνθρωπος 4 = να αναγνωρίσει την ύπαρξη των τριών κατώτερων κέντρων, να τα αναπτύξει, να τα εξελίξει απόλυτα και να ρυθμίσει τη λειτουργία τους.
· Άνθρωπος 5 = να αποκτήσει νέες ιδιότητες: δυνάμεις (Αυτά είναι τα δώρα του Αγίου Πνεύματος).
· Άνθρωπος 6 = να εξελίξει απόλυτα τις κερδισμένες αυτές ιδιότητες.
· Άνθρωπος 7 = να σταθεροποιήσει τα αποτελέσματα που κέρδισε.