συμμορφούμενος προς το θάνατό του, με την ελπίδα να φθάσω εις την εξανάσταση εκ των νεκρών. Όχι ότι επέτυχα ήδη το σκοπό μου, ή ότι έχω γίνει τέλειος, αλλά τρέχω μήπως κάνω δικό μου εκείνο δια το οποίο και ο Ιησούς Χριστός με έκανε δικό του… Τρέχω προς το τέρμα, προς το βραβείο της επουρανίου κλήσεως του Θεού δια Χριστού Ιησού. Όσοι λοιπόν είμεθα τέλειοι, ας σκεπτόμαστε κατ’ αυτόν τον τρόπο, ας ακολουθούμε τον ίδιο κανόνα και ας έχουμε τα ίδια φρονήματα…»
Απ. Παύλος – Προς Φιλιππησίους
Μέσα στα χριστιανικά Μυστήρια, όπως και στα αρχαιότερα από αυτά δηλαδή τα Αιγυπτιακά, τα Χαλδαϊκά και άλλα, συναντάμε ένα συμβολισμό σχετικά με τους σταθμούς που είχε να διασχίσει ο μαθητής κατά τη διαδρομή της «Ζωής του Χριστού». Η βεβαιότητα ότι η Πρώτη Χριστιανική Εκκλησία κατείχε αυτές τις μυστικές διδασκαλίες, ρίχνει ένα κύμα φωτός στα όσα λέγει ο Απόστολος Παύλος εδώ κι εκεί στις επιστολές του. Δεν παύει να μνημονεύει παντού αυτά τα Μυστήρια, και όπως γράφει στους χριστιανούς της Εφέσου: «Είναι χάρη σε μια αποκάλυψη που μυήθηκα στο Μυστήριο… Γι’ αυτό και αντιλαμβάνομαι το Μυστήριο του Χριστού…για να φωτίσω όλους ως προς την οικονομία του Μυστηρίου.»
Μπορεί να παρατηρήσει κανείς στο παραπάνω χωρίο της προς Φιλιππήσιους επιστολής του, καθώς επίσης και σε άλλες επιστολές του, πολλούς «τεχνικούς» όρους. Επίσης, μπορεί να συμπεράνει από αυτό ακόμη και ο πιο επιπόλαιος αναγνώστης, ότι η Ανάσταση για την οποία γίνεται λόγος δεν μπορεί να είναι όπως την αντιλαμβάνεται ο σύγχρονος χριστιανός. Δηλαδή μια μοίρα κοινή για κάθε άνθρωπο, που δεν προϋποθέτει μια ιδιαίτερη προσπάθεια από κανένα. Η έκφραση, τότε, να «φθάσω», να «κάνω δικό μου», δεν θα είχε κανένα νόημα αν αφορούσε αυτή την κοινή και βέβαιη για όλους ανθρώπινη μοίρα, και επομένως και για τον ίδιο τον Απόστολο Παύλο. Ποια ήταν, λοιπόν, η Ανάσταση που αναζητούσε και προς την οποία ατένιζε με τόσο αγώνα; Η μόνη ικανοποιητική απάντηση μάς έρχεται από τα Μυστήρια, όπου λάμβανε χώρα η Μύηση της Αναστάσεως. Γιατί η Ανάσταση για την οποία γράφει στην επιστολή του προς τους Φιλιππησίους (βλ. παραπάνω) ήταν εκείνη που ελευθέρωνε οριστικά τον Μυημένο από τους «νεκρούς». Δηλαδή από την ανθρωπότητα που είναι φυλακισμένη μέσα στον κύκλο των γεννήσεων και των δεσμών της ψυχής από τη φυσική ύλη. Η Ανάσταση αυτή τον μεταμόρφωνε κατόπιν σε Διδάσκαλο Τετελεσμένο, σε Χριστό Αναστημένο. Η ζωή, λοιπόν, κάθε Μυημένου στα αληθινά, στα ουράνια Μυστήρια είναι χαραγμένη στις κύριες γραμμές μέσα στη βιογραφία των Ευαγγελίων, στο συμβολισμό κατ την περιγραφή των Παθών.
Ακολουθώντας αυτό το συμβολισμό και σε ένα ορισμένο στάδιο της μαθητείας, οι ιεροφάντες οδηγούσαν τον υποψήφιο των Μυστηρίων στην αίθουσα στης Μυήσεως, όπου ξαπλωμένος με τα χέρια τεντωμένα πάνω σε ένα ξύλινο σταυρό, ή και χωρίς σταυρό επάνω στο πλακόστρωτο δάπεδο, έμενε στη στάση ενός Εσταυρωμένου. Όταν ο θύρσος, η λόγχη της σταυρώσεως ερχόταν να τον αγγίξει στο μέρος της καρδιάς, ο αληθινός άνθρωπος άφηνε αμέσως τη σωματική του μορφή για να περάσει προς τους αόρατους κόσμους. Τότε, το φυσικό σώμα κλεισμένο μέσα σε μια πέτρινη σαρκοφάγο και βυθισμένο σε ληθαργικό ύπνο, ή το θάνατο του Εσταυρωμένου, παρέμενε κάτω από αυστηρή παρακολούθηση. Την ίδια ώρα ο αληθινός άνθρωπος έχει να περάσει μέσα από τις σκοτεινές περιοχές, τις γνωστές ως «καρδιά της γης» (ή Άδη, ή Κόλαση) για να μπορέσει στη συνέχεια να αναρριχηθεί από εκεί στο «ουράνιο όρος», και να λάβει το σώμα της Μακαριότητας. Σώμα τετελεσμένο μια τετελεσμένης συνείδησης. Ντυμένος τώρα με το σώμα αυτό, έπαιρνε το δρόμο της επιστροφής προς το σάρκινο φορέα του, προκειμένου να τον ζωογονήσει και πάλι.
Την αυγή της τρίτης ημέρας και πριν από την ανατολή του ήλιου, το σώμα που ήταν βυθισμένο σε λήθαργο και ακίνητο πάνω στο σταυρό, ή στο δάπεδο χωρίς σταυρό, συρόταν έξω από τη σαρκοφάγο για να τοποθετηθεί επάνω σε μια επικλινή επιφάνεια εκτεθειμένη προς το σημείο της ανατολής. Όταν οι πρώτες ακτίνες του ήλιου έπεφταν πάνω στο πρόσωπό του, ο Τετελεσμένος Μύστης, ο Χριστός, ο Διδάσκαλος έμπαινε και πάλι μέσα στο φυσικό του σώμα δοξάζοντάς το με το νέο Ένδυμά του. Επικοινωνώντας ο φυσικός άνθρωπος με το Ένδυμα της Μακαριότητας, άρχιζε τότε να αποκτά δυνάμεις και νέες ιδιότητες. Αυτή ήταν η Ανάσταση του Χριστού, ύστερα από την οποία το σάρκινο σώμα μεταμορφωνόταν κατ’ εικόνα του ένδοξου Ενδύματος, και αποκτούσε πλέον μια καινούργια φύση. Έχοντας καταξιωθεί να λάβει τη Μύηση που θα τον ελευθέρωνε από τον κύκλο των γήινων επαναγεννήσεων, ο Μεμυημένος δηλωνόταν με τη συμβολική έκφραση ο «Πάσχων Χριστός». Έπρεπε να μοιραστεί τα Πάθη του Σωτήρα του κόσμου, να υποστεί δηλαδή τη μυστική σταύρωση, να αναπαράγει στον εαυτό του το θάνατο του Χριστού, και να φθάσει στην Ανάσταση και στην ένωση με τον θριαμβευτή Χριστό, οπότε ο «θάνατος» θα έπαυε να έχει μερίδιο επάνω του. Αυτό ήταν το βραβείο προς το οποίο έσπευδε ο Απόστολος Παύλος, και για το οποίο εξόρκιζε όλους εκείνους που ανήκουν στους «τέλειους» (αλλά όχι στους κοινούς πιστούς) να τον μιμηθούν, χωρίς να επαναπαύονται ποτέ σε ό,τι είχαν μέχρι τότε επιτύχει. Αλλά, αντίθετα, να επιμένουν πάντα ακούραστοι προς την κατεύθυνση αυτή.
Η εξομοίωση του Μυημένου προς το Χριστό αποτελεί στην πραγματικότητα αυτή η ίδια, τη βάση των Μεγάλων Μυστηρίων. Γι’ αυτό ο Μεμυημένος δεν θα έπρεπε τώρα να θεωρεί τον Χριστό σαν εξωτερικό ως προς αυτόν, γιατί «εάν γνωρίσαμε το Χριστό κατά σάρκα ,τώρα πλέον δεν τον γνωρίζουμε έτσι» (Προς Κορινθίους Β’). Οι συνηθισμένοι πιστοί θεωρούνταν ως πως απλά είχαν «ενδυθεί τον Χριστό» (Προς Κορινθίους Β’) και ήταν τα «νήπια εν Χριστώ», ενώ ο Χριστός ήταν ο Σωτήρας που όλοι πρόσμεναν τη βοήθειά του γνωρίζοντάς τον «κατά σάρκα». Αλλά όταν η κατώτερη ανθρώπινη φύση έχει πλέον υπερνικηθεί και ο σαρκικός άνθρωπος «αποβληθεί» μέσω του Μυστηρίου, τότε έπρεπε κανείς να προσπελάσει μια ατραπό πολύ πιο υψηλή και να γίνει ο ίδιος, «Χριστός». Και φθάνοντας ο Μύστης «στο μέτρο του πληρώματος του Χριστού» (Προς Εφεσίους) τότε «συμπληρώνει στη σάρκα του αυτό που του λείπει από τα παθήματα του Χριστού, χάριν του σώματός του» (Προς Κολοσσαείς). Φέροντας συνεχώς στο σώμα του «το θάνατο του Ιησού»(Προς Κορινθίους) θα μπορέσει τότε να αληθινά: «Σταυρώθηκα με το Χριστό και ζω(….) Δεν ζω πλέον εγώ, αλλά ο Χριστός που είναι μέσα μου» (Προς Γαλάτας)
Το Μυστήριο της Αναστάσεως όπως και της Σταυρώσεως και της Αναλήψεως, αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα της ζωής του Χριστού μέσα στον άνθρωπο. Γιατί κάθε άνθρωπος είναι εν δυνάμει ένας Χριστός, και η ανάπτυξη της ζωής τους Χριστού ενός του ακολουθεί κατά κανόνα την αφήγηση των Ευαγγελίων στους κυριότερους σταθμούς της. Οι σταθμοί αυτοί, επομένως, δεν έχουν χαρακτήρα μόνο ατομικό αλλά γενικό για όλους τους ανθρώπους. Η Ανάληψη θεωρείται ως το Μυστήριο που σχετίζεται με τη μόνιμη απόκτηση του Ένδοξου Ενδύματος που προετοιμάζει την τελική ένωση του Υιού με τον Πατέρα, ή του ανθρώπου με το Θεό. Είναι, επίσης, το Μυστήριο που εκφράζει αυτή την ένωση σε ό,τι, τουλάχιστον, αφορά ατομικά κάθε άνθρωπο. Γιατί για ολόκληρη την ανθρωπότητα, η Ανάληψη δεν μπορεί να λάβει χώρα παρά μόνο όταν σύσσωμο το ανθρώπινο γένος θα έχει φθάσει στην «κατάσταση του Υιού». Ή, με άλλα λόγια, όταν ο Υιός ενώνεται με τον Πατέρα και ο Θεός είναι ΟΛΟΣ μέσα σε όλους. Αυτός είναι ο τελικός προορισμός της, ενώ ο θρίαμβος του Μύστη μάς δίνει από τώρα μια εικόνα αυτού του προορισμού. Για να γίνει, όμως, αυτό θα πρέπει η ανθρωπότητα όλη να έχει πετύχει την τελείωσή της και παύοντας τότε να είναι η «μεγάλη ορφανή¨, να αυτό-αναγνωριστεί συνειδητά ως Τέκνο Θεού.
Μελετώντας κάτω από αυτό το πρίσμα το Μυστήριο της Αναστάσεως, ανακαλύπτουμε τις μεγάλες αλήθειες που σχετίζονται μαζί του κάτω από μια συγκαλυμμένη μορφή. Αρχίζουμε τότε να κατανοούμε σε όλο το βάθος της την αποστολική αλήθεια ότι, ο Χριστός είναι «η πρώτη συγκομιδή και η απαρχή των κεκοιμισμένων» (Προς Κορινθίους). Ή, το υπόδειγμα που κάθε άνθρωπος καλείται να αναπαράγει μέσα του, και η ζωή που κάθε άνθρωπος έχει να μοιραστεί. Οι Μεμυημένοι θεωρούνται πάντοτε ως οι απαρχές ή τα εχέγγυα της ανθρωπότητας για τη μελλοντική τελειότητά της. Για τους χριστιανούς των πρώτων αιώνων, ο Χριστός ήταν το ζωντανό σύμβολο της ίδιας της δικής θειότητας, και ο ένδοξος καρπός του σπόρου που ο καθένας φέρνει μέσα στην καρδιά του. Γι’ αυτό ο νεόφυτος στα Μυστήρια καλούταν να γίνει ο Υιός. Η ζωή τού εντός Χριστού μπορούσε να ξετυλίγεται μέσα στον κόσμο, ανάμεσα στους ανθρώπους, μέχρι την ημέρα που η Ανάσταση θα ερχόταν να σημειώσει το τέρμα της. Και από την ώρα εκείνη, ο θριαμβευτής Χριστός γινόταν για τον κόσμο ένας Σωτήρας Τετελεσμένος που έλεγε:
«Είμαι ο ζων. Ήμουν νεκρός και ιδού, είμαι ο ζων εις τους αιώνας των αιώνων. ΑΜΗΝ! Κρατώ τα κλειδιά του Άδη και του θανάτου»
(Αποκάλυψη)
(Πηγή: «Εσωτερικός Χριστιανισμός»)
------------------------------------------------------------------------------------------
«..Τα πνευματικά Μυστήρια παραμένουν πάντα μυστήρια. Δεν μπορούν να λυθούν, για τον απλό λόγο ότι η μυστικότητά τους δεν αποτελεί προϊόν της έλλειψης σχετικών με αυτά στοιχείων. Αλλά προέρχεται από την πληρότητά τους ως Μυστήρια, η οποία δεν είναι δυνατόν να κατανοηθεί ολοκληρωτικά από το συνηθισμένο νου. Από την άλλη πλευρά, εάν αφήσουμε ένα τέτοιο Μυστήριο να διαδραματίσει το ρόλο του υποτάσσοντας τον εαυτό μας με στοχασμό σε αυτό, και επιτρέποντάς του να εργασθεί μέσα μας, θα μπορέσουμε τότε μόνοι μας να υψωθούμε στο επίπεδο του ανώτερου νου, και ακόμη υψηλότερα, ίσως, χωρίς σταμάτημα…»
Ραβί Ραβίντρα – The Yoga of Christ