Είναι φυσικό λοιπόν να ρωτήσει κάποιος γιατί τα θέσαμε και μπλεχτήκαμε σε μια «αέναη προσπάθεια» να δώσουμε απαντήσεις. Πώς θα διακρίνουμε επίσης τις σοβαρές απαντήσεις από τις πρόχειρες ή τις λαθεμένες; Εφόσον χρησιμοποιούμε τον όρο «αλήθεια», με τη συμβατική έννοια της αντιστοιχίας, στην πραγματικότητα είναι σαφές ότι δεν υπάρχει λόγος να ρωτήσουμε αν οι απαντήσεις είναι αληθινές ή όχι. Συμφωνήσαμε ήδη ότι δεν αντιστοιχούν στην πραγματικότητα. Τίθενται αυτά τα ερωτήματα επειδή έχουμε τη συνήθεια να ρωτάμε. Η κοινή εμπειρία και η επιστήμη ρίζωσαν τόσο βαθιά μέσα μας, που ελπίζουμε πως και αυτά τα ερωτήματα θα έχουν απαντήσεις, πως κάποια αιτία υπάρχει για όλα τα πράγματα. Τι ελπίζουμε λοιπόν από τις υπερβατικές απαντήσεις;
Οι απαντήσεις που θέλουμε είναι όσες ανακουφίζουν από το άγχος της μη κατανόησης και διώχνουν το φόβο του σκότους (το σκοτάδι είναι που φοβούνται τα παιδιά και οι γέροντες προς το τέλος της ζωής τους). Δεν είναι όλες κατ’ ανάγκη οι απαντήσεις που θα δίναμε σε ένα παιδί, σωστές ή κατανοητές. Είναι όμως αρκετά ικανοποιητικές ώστε να σταματούν προσωρινά τις ερωτήσεις του. Έτσι κι εμείς, είτε απλοί άνθρωποι είτε επιστήμονες, αναζητάμε την πνευματική γαλήνη. Η αποδοχή των υπερβατικών απαντήσεων πρέπει να αξιολογείται ανάλογα με το βαθμό πνευματικής γαλήνης που προσφέρουν.
Οτιδήποτε κι αν αναμένουμε από τις υπερβατικές απαντήσεις, πρέπει ταυτόχρονα αυτές να μην είναι εμφανώς ασυμβίβαστες με τον κόσμο της εμπειρίας και της κοινής λογικής, διότι η κατάφωρη και προκλητική ασυμφωνία θα διατάρασσε την πνευματική μας γαλήνη. Η ασυμφωνία αυτή διαπιστώνεται σαφέστατα στο ζήτημα του κακού και την προσπάθειά μας να συμβιβάσουμε την ιδέα του πανάγαθου Θεού, με τις διαθέσεις και τα συμβάντα της Φύσης που είναι αδύνατο να συμβιβαστούν. Με αυτό το πρόβλημα καταπιάστηκε φυσικά και η βασίλισσα των επιστημών, αλλά όχι τόσο πειστικά ώστε να μας δώσει την ποθητή γαλήνη του νου.
Είναι η πίστη θέμα εγκεφάλου;
Οι θρησκευτικές πεποιθήσεις και η πνευματικότητα, αποτελούσε αντικείμενο τόσο των θεολόγων όσο και των φιλοσόφων μέχρι πρόσφατα. Σήμερα, ένα νέο επιστημονικό πεδίο επιχειρεί να αποκαλύψει τη σχέση μεταξύ της εγκεφαλικής δραστηριότητας και των θρησκευτικών τάσεων. Το θέμα των πνευματικών και κατανυκτικών θρησκευτικών εμπειριών είναι αρκετά δημοφιλές σε όλο τον κόσμο. Αυτές οι εμπειρίες αντικατοπτρίζουν τις ιδέες και την πίστη κάθε ατόμου, και δείχνουν πόσο κοντά βρίσκεται κάθε άτομο στην ιδέα της «ανώτερης δύναμης». Οι περισσότεροι άνθρωποι θα συμφωνούσαν ότι η εμπειρία της πίστης δεν συγκρίνεται με οτιδήποτε διαφορετικό. Ο νευρο-επιστήμονας και συντάκτης του άρθρου «WhyWeBelieveWhatWeBelieve», Dr.AndrewNewberg, αγωνίζεται να στρέψει την κοινή γνώμη προς διαφορετική κατεύθυνση. Προσπαθεί να εντοπίσει τον τρόπο με τον οποίο συλλαμβάνει ο ανθρώπινος εγκέφαλος τις έννοιες της πνευματικότητας και της θρησκείας.
Όλα τα παραπάνω αποτελούν μέρος μιας νέας επιστήμης που ονομάζεται Νευροθεολογία, η οποία ασχολείται με τη μελέτη της σχέσης μεταξύ εγκεφαλικής λειτουργίας και θρησκευτικών ή μυστικιστικών τάσεων και εμπειριών. Ο A.Newbergχρησιμοποίησε την τεχνολογία της απεικόνισης του εγκεφάλου για τη μελέτη της αντίδρασης του εγκεφαλικού δικτύου σε περιπτώσεις θρησκευτικής κατάνυξης. Τα μέλη της ερευνητικής ομάδας του καθηγητή, που εργάστηκαν στο πανεπιστήμιο της Πενσυλβανίας, έμειναν έκπληκτα από τα αποτελέσματα της έρευνας «Όταν κάποιος μιλάει για τις θρησκευτικές πεποιθήσεις ή πρακτικές, παρατηρείται μια πολύ μεγάλη ομοιότητα ανάμεσα στην πρακτική και τις παραδόσεις». Ο πρόσθιος λοβός του εγκεφάλου, η περιοχή πίσω από το μέτωπο, βοηθάει στην εστίαση της προσοχής μας στις προσευχές και στο διαλογισμό.
Ο A.Newbergθεωρεί ότι η θρησκεία είναι ο κυριότερος παράγοντας ισορροπίας σε μια κοινωνία και τονίζει ότι παρόμοιες περιοχές του εγκεφάλου επηρεάζονται κατά τη διάρκεια της προσευχής και του διαλογισμού. Προτείνει ότι το σύστημα απεικόνισης και ανάλυσης των λειτουργιών του εγκεφάλου μπορεί να βοηθήσει στην κατανόηση αλλά και στην απόδειξη της θεωρίας, που υποστηρίζει ότι ο ανθρώπινος εγκέφαλος είναι κατασκευασμένος έτσι ώστε να πιστεύει στον Θεό. Επιπλέον αναφέρει ότι είναι πιθανόν η ύπαρξη της πίστης να οφείλεται σε κάποια ιδιαίτερα παγκόσμια χαρακτηριστικά του εγκεφάλου μας, τα οποία κάνουν πιο εύκολη την ανθρώπινη πίστη σε μια ανώτερη δύναμη. Για έναν περίεργο λόγο, οι πιο ένθερμοι πιστοί, αλλά και οι αθεϊστές, στρέφονται στη μέθοδο της απεικόνισης του εγκεφάλου για την στήριξη των απόψεών τους. Σήμερα, επιστημονικές απεικονίσεις μπορούν να εντοπίσουν τις σκέψεις μας για τον Θεό. Όμως θα χρειαστεί πολύ περισσότερη προσπάθεια, χρόνος και πίστη για την ανακάλυψη της αιτίας για την οποία επικαλούμαστε αρχικά τον Θεό.
Ο δρόμος της επιστήμης προς την αλήθεια
Συχνά ακούγονται δηλώσεις από επιστήμονες, ιδιαίτερα από το χώρο των θετικών επιστημών, όπως: «Μόνο η επιστήμη είναι ορθολογική, μόνο η επιστήμη κατακτά την αλήθεια, οτιδήποτε άλλο είναι απλή δοξασία. Αν κάτι δεν μπορεί να προσδιοριστεί ποσοτικά ή να ελεγχθεί από την επιστημονική μέθοδο, δεν θεωρείται αληθινό και ορθολογικό». Η αντίληψη αυτή είναι ευρέως διαδεδομένη στη Δυτική σκέψη και, σύμφωνα με αυτήν, η επιστήμη είναι το υπόδειγμα της αλήθειας και της ορθολογικότητας. Οτιδήποτε δεν ταυτίζεται με θεμελιωμένες επιστημονικές απόψεις, ή δεν υπόκειται στην επιστημονική μεθοδολογία, δεν είναι αληθές ή ορθολογικό. Η επιστήμη κατ’ αποκλειστικότητα αποτελεί το μοντέλο της διανοητικής μας υπεροχής.
Η επιστήμη θεωρεί αληθινή και ορθολογική μια πρόταση ή θεωρία, αν και μόνον έχει επιτυχώς μορφοποιηθεί, ελεγχθεί και χρησιμοποιηθεί σύμφωνα με κατάλληλη επιστημονική μεθοδολογία. Δεν υπάρχουν αλήθειες εκτός των επιστημονικών αληθειών, και αν ακόμη υπάρχουν, κανένας απολύτως λόγος δεν συντρέχει να γίνουν αποδεκτές.
Ορθολογισμός – Τεκμήρια
Αν η ορθολογικότητα έχει σχέση με το κατά πόσον οι πεποιθήσεις διαμορφώνονται με βάση τα τεκμήρια και τις ενδείξεις, και αν η διαμόρφωση ορθολογικών πεποιθήσεων απαιτεί την ύπαρξη επαρκών τεκμηρίων, τότε κανείς, ούτε η ίδια η Θεία ύπαρξη, αν υπάρχει, δεν θα μπορεί να μας κατηγορήσει γιατί δεν πιστεύουμε στην Ύπαρξή Του. Πολλοί ισχυρίζονται ότι η πίστη υπερβαίνει τον Λόγο. Ίσως! Αλλά δεν μπορεί να τον υπονομεύσει, δηλαδή δεν μπορεί να απαιτεί από τον λόγο να χαμηλώνει τον πήχη για να περάσει η πίστη. Φυσικά όμως τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά. Οι οπαδοί της ορθολογικότητας της πίστης μπορούν να επικαλεστούν τον Καντ, ότι ναι μεν έθεσε την πίστη στην ύπαρξη του Θεού εκτός της δικαιοδοσίας του θεωρητικού λόγου, αλλά την ενέταξε (έστω και με κάποιες θεωρητικές αυθαιρεσίες) εντός της δικαιοδοσίας του πρακτικού λόγου. Δεν μπορεί κανείς να υποτιμήσει το γεγονός ότι η σχέση λόγου και πίστης (θρησκευτικής πίστης) είναι σύνθετη. Αλλά δεν έπεται από αυτό ότι η πίστη είναι εκτός της δικαιοδοσίας του λόγου. Τίποτα δεν είναι εκτός της δικαιοδοσίας του λόγου.
Αναδύεται αμέσως το ερώτημα, που είναι το εξής: «Αποτελούν τα όρια της επιστήμης (των μεθόδων της και των πορισμάτων της) τα όρια του λόγου;». Οι απαντήσεις ποικίλουν και η επικρατούσα άποψη είναι μάλλον αρνητική. Δηλαδή οι νόρμες του πρακτικού λόγου μάλλον υπερβαίνουν την επικράτεια της επιστήμης, με δεδομένο ότι ακόμα και αν τα όρια του λόγου υπερβαίνουν τα όρια της επιστήμης, δηλαδή όταν ο λόγος υπερβαίνει οτιδήποτε έπεται από την επιστημονική εικόνα του κόσμου, οφείλει τουλάχιστον να μην το αντικρούει. Με άλλα λόγια, οι επεκτάσεις του λόγου πρέπει να είναι τουλάχιστον συνεπείς με τα επιστημονικά δεδομένα, και αυτό γιατί η επιστήμη είναι ό,τι καλύτερο διαθέτουμε όσον αφορά την ορθολογικότητα αλλά και τη γνώση.
Ακόμη, δεν υπάρχουν ουσιαστικά όρια στην επιστήμη. Δεν υπάρχει τομέας της ανθρώπινης δραστηριότητας, τον οποίο αδυνατεί να φωτίσει. Ένα ζήτημα ή μια πεποίθηση έξω από το χώρο της επιστήμης, μπορούν να γίνουν ορθολογικά αποδεκτά στο βαθμό που η επιστήμη είναι σε θέση να τους παρέχει υποστήριξη. Συνεπώς, έχουμε μια διανοητική και ίσως ηθική υποχρέωση να επιδιώκουμε τη χρήση της επιστήμης στην επίλυση προβλημάτων σε άλλους τομείς. Προβλήματα τα οποία μέχρι σήμερα έχουν μείνει ανέγγιχτα. Για παράδειγμα, τα προβλήματα που αφορούν το νου, πρέπει να επιλυθούν με τις μεθόδους της νευροφυσιολογίας και νευροθεολογίας, με τη βοήθεια της επιστήμης των υπολογιστών.
Η όποια άποψη της επιστήμης είναι δογματική και ταυτόχρονα αυτοαναιρούμενη. Μια πρόταση ή δήλωση είναι αυτοαναιρούμενη όταν εμπεριέχεται στο πεδίο αναφοράς της και διαψεύδει τον εαυτό της, δηλαδή δεν συμφωνεί με τα δικά της κριτήρια αποδοχής. Για παράδειγμα οι προτάσεις: «Δεν υπάρχουν αλήθειες», «δεν υπάρχουν Ελληνικές προτάσεις», «δεν υπάρχω», είναι όλες αυτοαναιρούμενες. Αν είναι ψευδείς, είναι ψευδείς. Αν θεωρηθούν αληθείς, αυτό που ισχυρίζονται τις καθιστά ψευδείς. Κα αφού τίποτα δεν μπορεί να είναι ταυτόχρονα αληθές και ψευδές, αποδεικνύονται τελικά ψευδείς. Τα δεδομένα που τις διαψεύδουν εμπεριέχονται αναπόφευκτα στις ίδιες τις προτάσεις. Κατά τον ίδιο τρόπο, αυτοαναιρούμενη είναι και η δογματική άποψη της επιστήμης ότι «αληθές και ορθολογικό είναι μόνον ό,τι μπορεί να γνωσθεί από την επιστήμη, ή να προσδιοριστεί ποσοτικά και ελεγχθεί εμπειρικά».
Η πρόταση δεν μπορεί να ελεγχθεί εμπειρικά ή να προσδιοριστεί ποσοτικά. Ισοδύναμα, θα ήταν δυνατόν να ελεγχθεί ότι ο ορισμός, οι σκοποί και η θεμελίωση της επιστήμης, είναι φιλοσοφικές παραδοχές (προϋποθέσεις) για την επιστήμη και δεν μπορούν να επικυρωθούν από αυτήν. Υπάρχει διαφορά μεταξύ του «κάνω επιστήμη» και «λογίζομαι τι είναι επιστήμη και πώς αυτή λειτουργεί». Στα όρια αυτά της επιστήμης δεν συμπεριλαμβάνονται τρεις κατηγορίες, παρά το ενδιαφέρον που παρουσιάζουν:
Πρώτον, δεν συζητούνται πρακτικά όρια της επιστήμης, που αφορούν διαμάχες για το πόσο μακριά μπορεί να φθάσει η επιστήμη, αν κάποιος πάρει υπόψη του τον περιορισμό της επιστημονικής προόδου στην πράξη, λόγω των πεπερασμένων κοινωνικών, οικονομικών και περιβαλλοντικών πηγών.
Δεύτερον, δεν συζητούνται κοινωνικό-ηθικά όρια της επιστήμης, όπως για παράδειγμα η αλόγιστη διοχέτευση εθνικών πόρων σε επιστημονικά προγράμματα, οι οποίοι θα μπορούσαν να διατεθούν για άλλους σκοπούς (εξάλειψη της φτώχειας κ.α.).
Τρίτον, δεν συζητούνται τα όρια τα οποία θέτει ένας κλάδος της επιστήμης σε άλλον.
Ως παραδοχές της επιστήμης μπορούν να θεωρηθούν:
1. Η ύπαρξη ενός ανεξάρτητου από κάποια θεωρία εξωτερικού κόσμου.
2. Η διαρθρωμένη φύση του εξωτερικού κόσμου.
3. Η δυνατότητα γνώσης του εξωτερικού κόσμου.
4. Η ύπαρξη αλήθειας.
5. Οι νόμοι της λογικής.
6. Η ύπαρξη ομοιομορφίας στη Φύση και η ισχύς της επαγωγικής μεθόδου για την εξαγωγή πορισμάτων,
7. Η αξιοπιστία των διανοητικών και αισθητηριακών μας μέσων στην απόκτηση αληθείας.
8. Η επάρκεια της γλώσσας στην περιγραφή του κόσμου.
9. Η ύπαρξη των αφηρημένων μαθηματικών οντοτήτων που ονομάζονται αριθμοί, και η δυνατότητα εφαρμογής της γλώσσας των μαθηματικών σε φυσικά φαινόμενα.
10. Η ύπαρξη ηθικών, γνωσιολογικών και μεθοδολογικών αξιών.
11. Η ύπαρξη συνοριακών συνθηκών σε φυσικούς νόμους ή φαινόμενα.
Με όσα αναφέρθηκαν γίνεται φανερή η ανεπάρκεια της επιστήμης και τα όριά της. Ότι υπάρχουν τομείς μη ταυτιζόμενοι με την επιστήμη, όπως η φιλοσοφία και η θεολογία, οι οποίοι εμπεριέχουν στοιχεία γνώσης. Ανεξάρτητα δε από τις απόψεις για τους τρόπους και τη μορφή συσχέτισης επιστήμης, φιλοσοφίας και θεολογίας, μια ολοκληρωμένη κοσμοαντίληψη δεν μπορεί aprioriνα αποκλείσει τη δυνατότητα διαλόγου, αλλά και τη συνεισφορά κάποιου από τους τρεις τομείς στην προσέγγιση των σοβαρών ερωτημάτων, που έχει θέσει ποτέ ο άνθρωπος σε αναζήτηση της ταυτότητάς του.
Μετά από πολλούς αιώνες θεωριών, παρατηρήσεων και ερευνών, καταφέραμε να κατακτήσουμε την επιστημονική μέθοδο. Για την πλήρη κατανόηση αυτής της απέραντης δημιουργίας που μας εμπεριέχει, χρειάζεται μάλλον μια αγαστή συνεργασία όλων των «μεθόδων», ένα αρμονικό κοινό μονοπάτι. Ίσως μας λείπουν οι Αρχές του…
Το μεγάλο μυστικό του κόσμου μας είναι στον κόσμο υπάρχουν μεγάλα μυστικά!
-------------------------------------------------------
Πηγές:ΣταΌριατηςΕπιστήμης 1984, Peter Medawar (ΒραβείοΝόμπελΙατρικής) – M.Stack, Self-Refuting Arguments, Metaphilosophy 14 (1983) – David K.Clark, Dialogical Apologetics (Grand Rapids, Baker 1993) – John Lesee, An Historical Introduction to the Philosophy of Science (Oxford 1993), Philosophy of Science and Historical Enquiry (Oxford 1987), Moreland, Christianity and the Nature of Science – Ernan McMullin, Alternative Approaches to the Philosophy of Science, Scientific Knowledge (1987).